Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, η 19η Μαΐου κάθε έτους και ο Δρ Βλάσης Αγτζίδης γράφει στο Έθνος για όσα έγιναν σαν σημερα…
Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 οι Νεότουρκοι -ηττημένοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- αναγκάστηκαν να υπογράψουν στον Μούδρο της Λήμνου την παράδοσή τους στις συμμαχικές δυνάμεις. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, η οθωμανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να παραδώσει τα οχυρά των Στενών, να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των πλοίων απ’ τα Δαρδανέλλια, να αφοπλιστεί πλήρως και να παραδώσει τον οπλισμό στους συμμάχους, οι οποίοι θα αναλάβουν να ελέγχουν και τις επικοινωνίες.
Επίσης, οι συμμαχικές δυνάμεις απέκτησαν το δικαίωμα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης όταν κάπου διασαλευόταν η τάξη. Ως αποτέλεσμα της ανακωχής, ο αρχηγός του οθωμανικού στρατού, Liman von Sanders, παραιτήθηκε από τη θέση του και αναχώρησε άμεσα για τη Γερμανία.
Όπως είναι γνωστό, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί σύμμαχοι των Νεοτούρκων είχαν πλήρη εποπτεία των όσων είχαν διαδραματιστεί εις βάρος των χριστιανικών κοινοτήτων κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με βάση τις μαρτυρίες των Γερμανών και Αυστριακών διπλωματών μπορούμε βάσιμα να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι όχι μόνο γνώριζαν τις γενοκτονικές πράξεις των Νεοτούρκων συμμάχων τους, αλλά ότι ως ένα σημείο συμμετείχαν στη Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Επίσης, με απόλυτη συμπαράσταση των Γερμανών είχε κηρύξει τζιχάντ (ιερό μουσουλμανικό πόλεμο) η υπό νεοτουρκικό έλεγχο Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Stefan Ihrig αναφέρει ότι πολλοί ήταν εκείνοι «…μεταξύ αυτών και ο αυτοκράτορας (σ.σ.: Κάιζερ), που σκέφτονταν ότι μια τζιχάντ υποκινημένη από και με καθοδηγητές τους Οθωμανούς θα ήταν ένας κρυφός άσος στο μανίκι κατά τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914».
Στο πλαίσιο αυτού του οθωμανικού τζιχάντ, υπό την καθοδήγηση των κοσμικών εθνικιστών (Νεοτούρκων) και με τις ευλογίες συγκεκριμένων μεγάλων χριστιανικών κρατών (Γερμανίας, Αυστρίας), έγιναν οι μεγάλες γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της αυτοκρατορίας: των Αρμενίων, των Ελλήνων της Ανατολής και των Ασσυρίων. Οι πληθυσμοί αυτοί, που είχαν επιβιώσει για αιώνες μετά την εισβολή και την κυριαρχία του τουρκικού Ισλάμ στην Ανατολή, θα πάψουν να υπάρχουν οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα. Oπως δημοσιοποιήθηκε από την Deutsche Welle (Απρίλιος 2018), η καϊζερική αυτοκρατορική Γερμανία «προμήθευε συστηματικά με όπλα την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Πρώσοι ανώτεροι αξιωματούχοι φαίνεται να επηρέασαν επίσης και ιδεολογικά τη μεθόδευσή της. Οι τουρκικές δυνάμεις φαίνεται να χρησιμοποιούσαν κυρίως όπλα γερμανικής κατασκευής για τη Γενοκτονία των Αρμενίων (1915-1916), σύμφωνα με νέα έρευνα. Η γερμανική βιομηχανία όπλων Mauser, που ήταν ο βασικός προμηθευτής όπλων και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, είχε πωλήσει όπλα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για τον σκοπό της επίμαχης Γενοκτονίας, η οποία έτυχε και της ενεργού υλικοτεχνικής και συμβουλευτικής υποστήριξης Γερμανών αξιωματούχων που είχαν σταλεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Η περίοδος της ανακωχής
Το χρονικό διάστημα που ακολούθησε την ανακωχή του Μούδρου υπήρξε περίοδος ανασυγκρότησης για τις καθημαγμένες χριστιανικές κοινότητες. Οι παλιοί Οθωμανοί που βρίσκονταν σε θανάσιμη σύγκρουση με τους Νεότουρκους ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας.
Η οργάνωση των ακραίων Τούρκων εθνικιστών που ήταν υπεύθυνη για τις Γενοκτονίες και έφερε την ονομασία «Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος» αυτοδιαλύθηκε τον Οκτώβριο του 1918. Η τετραετία που είχε προηγηθεί είχε αφήσει βαθιές πληγές στο σώμα των χριστιανικών κοινοτήτων. Ολόκληρες περιοχές καταστράφηκαν, εκατοντάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους, ψυχικά καταρρακώθηκαν οι επιζώντες, χιλιάδες ορφανά παιδιά εξισλαμίστηκαν καθώς δόθηκαν από τις νεοτουρκικές Αρχές σε μουσουλμανικές οικογένειες. Οι Έλληνες βουλευτές στην οθωμανική Βουλή (Εμμανουηλίδης, Μεϊμάρογλου, Δημητριάδης) κατέθεσαν στις 2 Νοεμβρίου 1918 αίτημα για την καταδίκη των υπευθύνων για τις σφαγές Ελλήνων και Αρμενίων. Στο ανώτατο επίπεδο της σουλτανικής κυβέρνησης υπήρξαν φωτισμένοι Οθωμανοί που αποδέχτηκαν την ενοχή των Νεοτούρκων και προσπάθησαν να τιμωρήσουν τους ενόχους. Βέβαια οι περισσότεροι Νεότουρκοι, για να αποφύγουν την τιμωρία, είτε κατέφυγαν στο εξωτερικό είτε πέρασαν στην παρανομία συγκροτώντας μικρές ληστρικές συμμορίες που υπήρξαν οι πρώτες ομάδες υποστήριξης του Μουσταφά Κεμάλ.
Ο πρωθυπουργός της σουλτανικής κυβέρνησης Νταμάντ Φερίντ είχε καταδικάσει ανοιχτά τα νεοτουρκικά εγκλήματα και είχε δηλώσει ότι η εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών ήταν ένα «ασυγχώρητο έγκλημα». Στη μεταπολεμική περίοδο οι οθωμανικές Αρχές συνέχισαν να ασκούν τα διοικητικά τους καθήκοντα. Παρατηρήθηκε σαφής αλλαγή στη συμπεριφορά τους.
Όμως ήταν μάλλον επιφανειακή στη συμπεριφορά των μεσαίων και κατώτερων διοικητικών στελεχών. Επίσης στην ύπαιθρο συνέχισε να υπάρχει ανασφάλεια λόγω της δράσης ληστρικών τουρκικών ομάδων, διότι δεν εφαρμόστηκαν με αποφασιστικότητα οι αποφάσεις της Ανακωχής του Μούδρου για τιμωρία των ενόχων για τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών εν μέσω του πολέμου.
Το αποτέλεσμα ήταν να αποθρασυνθούν οι μουσουλμανικές συμμορίες, μαζί και τα υπολείμματα των νεοτουρκικών ταγμάτων θανάτου, που πραγματοποίησαν τις Γενοκτονίες. Παράλληλα, από την άνοιξη του 1919 πολλοί ανώτεροι Τούρκοι αξιωματικοί πήγαν στην Ανατολία με κρυφό σκοπό να αποτρέψουν τη διάλυση του στρατού. Ενα σημαντικό ζήτημα που προέκυψε, κυρίως στις περιοχές του Πόντου, οφειλόταν στα προσκόμματα των τοπικών Αρχών, που προσπαθούσαν να σταματήσουν την παλιννόστηση των Ελλήνων που είχαν καταφύγει στη Ρωσία. Να σημειώσουμε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου περίπου 85.000 άτομα είχαν εκπατριστεί.
Το διακύβευμα της επόμενης περιόδου ήταν η επούλωση των πληγών και η πολιτική αποκατάσταση των χριστιανικών κοινοτήτων. Σε πρώτη φάση οι σύμμαχοι αποφάσισαν την τιμωρία των υπευθύνων, τη διάλυση της Αυτοκρατορίας και τη δικαίωση των θυμάτων. Aυτοί οι στόχοι απασχόλησαν τις συνδιασκέψεις ειρήνης που διοργάνωσαν οι σύμμαχοι.
Μάιος 1919: Ο Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμσούντα
Οι σύμμαχοι με βάση τη συνθηκολόγηση του Μούδρου ήταν επί της ουσίας αυτοί που κατείχαν το δικαίωμα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης όταν κάπου διασαλευόταν η τάξη. Το δικαίωμα αυτό το εξέφρασαν σε δύο περιπτώσεις τον Μάιο του 1919. Έδωσαν στην Ελλάδα την εντολή να αποβιβάσει στρατό στη Σμύρνη για να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα με την κυριαρχία των φιλογερμανικών δυνάμεων (βασιλιάς Κωνσταντίνος, Ιωάννης Μεταξάς, Βίκτωρ Δούσμανης κ.ά.) κατά την περίοδο 1915-1917, εκτός από τον διχασμό που προκάλεσαν, αποδυνάμωσαν τη θέση της Ελλάδας στη διεκδίκηση μεταπολεμικών ανταλλαγμάτων. Ετσι, οι μοναρχικοί ακύρωσαν τη δυνατότητα της εξ αρχής ένωσης της Ιωνίας με την Ελλάδα. Οπότε η μόνη λύση που απέμεινε ήταν η εντολή για την ασφάλεια της περιοχής.
Η δεύτερη εντολή του σουλτάνου με την έγκριση των συμμάχων δόθηκε στον Οθωμανό αξιωματικό Μουσταφά Κεμάλ πασά, που είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και διακρινόταν για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Η εντολή που του δόθηκε ήταν σαφής: προστασία των χριστιανικών πληθυσμών στον Πόντο και αποκατάσταση της τάξης στην περιοχή. Οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών, που θεωρούσαν τον Κεμάλ ως επικίνδυνο, προσπάθησαν να αποτρέψουν την αποστολή του. Στις 16 Μαΐου, ημέρα της αναχώρησής του για τη Σαμψούντα, οι βρετανικές Αρχές ζήτησαν από τον Νταμάντ Φερίντ να ακυρώσει τον διορισμό του. Ήταν όμως αργά. Το πλοίο όπου επέβαινε ο Κεμάλ μαζί με το επιτελείο του είχε ήδη αποπλεύσει για τον Πόντο.
Το στοιχείο που εξόργισε τους Τούρκους εθνικιστές ήταν η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη στις 16 Μαΐου. Η αποστολή ελληνικού στρατού στην Ιωνία αντιμετωπίστηκε ως απαράδεκτη εξέλιξη. Οι μουσουλμάνοι, είτε ήταν εθνικιστές είτε θρησκευόμενοι, δεν μπορούσαν να ανεχτούν μια τέτοια πράξη από τους παλιούς ραγιάδες, που με βάση τα θεολογικά τους κείμενα θεωρούσαν υποδεέστερους. Οι παλιές εθνικιστικές οργανώσεις άρχισαν να επανασυγκροτούνται με στόχο την αντιμετώπιση των Ελλήνων και των Αρμενίων. Το εθνικό αίσθημα των Τούρκων δεν στρεφόταν κατά των ξένων μεγάλων δυνάμεων, αλλά κατά των μειονοτήτων που διεκδικούσαν την πολιτική τους χειραφέτηση.
Το κεμαλικό κίνημα που συγκροτήθηκε στη συνέχεια ήταν καθαρά αντιμειονοτικό και καθόλου «αντιιμπεριαλιστικό» όπως υποστηρίζουν αρκετοί. Ο Τούρκος κοινωνικός επιστήμων και προοδευτικός διανοούμενος Attila Tuygan γράφει στο κείμενό του «Γενοκτονία για τη “μητέρα-πατρίδα”» (συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Γενοκτονία στην Ανατολή. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος», εκδ. Ελευθεροτυπία, 2013):
«…Ο ισχυρισμός ότι ο τουρκικός εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος δόθηκε κατά του ιμπεριαλισμού δεν θεμελιώνεται από πουθενά. Αντίθετα, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Taner Akcam, ο απελευθερωτικός πόλεμος “δεν δόθηκε κατά των εισβολέων αλλά κατά των μειονοτήτων”. Τα Σωματεία Άμυνας-Δικαίου (Mudafai Hukut), που υπήρξαν η ατμομηχανή του “εθνικού αγώνα”, ιδρύθηκαν καθαρά κατά της απειλής των Ρωμιών και των Αρμενίων. Στα πρώτα αυτά σωματεία που ιδρύθηκαν μετά από την ανακωχή του Μούδρου, τα τρία ήταν κατά των Αρμενίων και τα δύο κατά των Ρωμιών».
Ο τουρκικός εμφύλιος πόλεμος 1919-1920 και το κεμαλικό τζιχάντ
Η πρώτη περίοδος της άφιξης του Μουσταφά Κεμάλ στη Ανατολία εξαντλείται στην προσπάθεια ελέγχου των διαφόρων οθωμανικών στρατιωτικών μονάδων. Για να αποφύγει την παρακολούθηση από τους Βρετανούς, μεταφέρει την έδρα του από τη Σαμψούντα στη Χάβζα, που βρίσκεται στο κέντρο της περιοχής όπου δρα το ελληνικό αντάρτικο κίνημα (Πόντιοι αντάρτες). Από εκεί προσπαθεί να κινητοποιήσει τους στρατιωτικούς, όπως και τους εθνικιστές, καλώντας τους να δημιουργήσουν παντού παράνομες οργανώσεις. Τον Ιούνιο οι Βρετανοί απαιτούν από την οθωμανική κυβέρνηση την ανάκλησή τους στην Κωνσταντινούπολη. Με παρόμοιο τρόπο ανησυχούν και οι Οθωμανοί για τη δράση του Κεμάλ, ο οποίος διευρύνει το χάσμα με την οθωμανική κυβέρνηση με μια εγκύκλιο που απευθύνει από την Αμάσεια σε όλους τους Τούρκους εθνικιστές, αναγγέλλοντας τη σύγκληση ενός εθνικού συνεδρίου στη Σεβάστεια του Πόντου. Στις 8 Ιουλίου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ κηρύσσει ανοιχτά την ανταρσία του υποβάλλοντας την παραίτησή του και χλευάζοντας με τον τρόπο αυτό τον σουλτάνο και την οθωμανική κυβέρνηση. Όπως γράφει ο Attila Tuygan, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η πράξη αυτή στρεφόταν πρώτιστα κατά των χριστιανικών μειονοτήτων, Ελλήνων και Αρμενίων: «Εξάλλου ο Μουσταφά Κεμάλ, τον Ιούλιο του 1919, όταν έστειλε την παραίτησή του από τη θέση του αξιωματικού στον σουλτάνο, τόνιζε ανοιχτά τα εξής: “Η στρατιωτική μου ιδιότητα άρχισε να γίνεται εμπόδιο στον εθνικό αγώνα που ξεκινήσαμε για να σώσουμε την ιερή πατρίδα και το έθνος απ’ τη διάσπαση και να μη θυσιάσουμε την πατρίδα στις επιδιώξεις των Ελλήνων και των Αρμενίων”».
Ο Κεμάλ, αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη των στρατιωτικών στην Ανατολία, προσπάθησε να προσεταιριστεί τους δημοσίους υπαλλήλους, τους γαιοκτήμονες, τους αρχηγούς των φυλών, τους εμπόρους, τους ουλεμάδες και τους διάφορους σεΐχηδες των ισλαμικών αδελφοτήτων. Δηλαδή απευθύνεται στους συντηρητικούς ανθρώπους της Ανατολίας. Και γι’ αυτό υιοθετεί μια πονηρή τακτική. Ενδύεται το ένδυμα του πιστού μουσουλμάνου και κηρύσσει «ιερό πόλεμο». Με μια παράδοξη οικειοποίηση του Ισλάμ και των συμβόλων του από τον κοσμικό τουρκικό εθνικισμό, ο Μουσταφά Κεμάλ θα κηρύξει «τζιχάντ κατά των απίστων» (Ελλήνων και Αρμενίων). Ειδικά μετά την πρώτη του νίκη κατά των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Σαγγάριου (Αύγουστος 1921) θα ανακηρύξει εαυτόν gazi (γαζή), δηλαδή ιερό πολεμιστή για τη διάδοση του Κορανίου.
Με τα συνέδρια στο Ερζερούμ (10 Ιουλίου 1919) και στη Σεβάστεια (4 Σεπτεμβρίου 1919) εδραιώνει τη θέση του κινήματός του ως του δεύτερου πόλου εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο πρώτος στόχος ήταν η κατάπνιξη του Αρμενικού Κινήματος και η διάλυση της Αρμενικής Δημοκρατίας και αμέσως μετά η κατίσχυση επί των Ελλήνων. Στη Δύση εκείνη τη στιγμή τους αντιμετωπίζουν ως τους παλιούς φιλογερμανούς και τους εν δυνάμει σφαγείς των μειονοτήτων. Ομως ο τουρκικός εθνικισμός έγινε και πάλι μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη στην Ανατολία, που προσπαθεί να βρει εξωτερικούς συμμάχους. Και σε πρώτη φάση οι σύμμαχοι αυτοί είναι το Ισλάμ και οι μπολσεβίκοι.
H αυτονόμηση του Μουσταφά Κεμάλ προκάλεσε μεγάλο εκνευρισμό στην οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, η οποία τον ανακήρυξε σε εχθρό της θρησκείας και του Θεού. Στα μάτια της σουλτανικής κυβέρνησης ο Μουσταφά Κεμάλ είναι ένας συνωμότης, ένας ληστής που πρέπει να τιμωρηθεί. Ο υπέρτατος νομομαθής των ιερών κειμένων, ο Σεΐχ ουλ Ισλάμ, αποκηρύσσει τον Κεμάλ και εκδίδει ένταλμα σύλληψής του. Η άνοιξη του 1920 θα σημαδευτεί από τις σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των οθωμανικών στρατευμάτων που είναι πιστές στον σουλτάνο και του εθνικιστικού στρατού του Μουσταφά Κεμάλ.
Πολυάριθμα αντικεμαλικά κινήματα ξεσπούν στην Ανατολία και ο εμφύλιος επεκτείνεται. Ο Κεμάλ επιλέγει τη μέθοδο της σκληρής και ανελέητης καταστολής κατά των αντικεμαλικών ανταρτών. Η κυβέρνησή του έχει δημιουργήσει τα έκτακτα δικαστήρια που τα ονομάζει «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας», τα οποία δικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Paul Dumont γράφει: «Η χώρα καλύπτεται από αγχόνες». Στις αγχόνες αυτές θα καταλήξουν εκατοντάδες Αρμένιοι και Ελληνες του Πόντου με την κατηγορία των προσπαθειών αυτονόμησης.
Τελικά ο Μουσταφά Κεμάλ θα υπερισχύσει των αντιπάλων του. Θα αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις ενδοελληνικές αντιθέσεις, τον Διχασμό και την ανορθολογική διαχείριση της μικρασιατικής πρόκλησης από τη μοναρχική Δεξιά (μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920) για να πετύχει τους στρατηγικούς του στόχους. Με τη νίκη του θα ολοκληρώσει τις Γενοκτονίες και θα κάνει πράξη τα πιο τολμηρά όνειρα των Νεοτούρκων, που είχαν αποφασίσει από το 1911 να εξαφανίσουν τις χριστιανικές κοινότητες και να δημιουργήσουν μια «καθαρή» Τουρκία.
Η ήττα και η μνήμη
Το τέλος της σύγκρουσης θα επέλθει τον Αύγουστο του 1922. Οι Έλληνες (και οι Αρμένιοι στο τέλος του 1920) θα συντριβούν στρατιωτικά, με την ευλογία σημαντικών χριστιανικών συμμαχικών κρατών (Ιταλία, Γαλλία), την αδιαφορία άλλων (Μεγ. Βρετανία, ΗΠΑ) και την αμέριστη συμπαράσταση της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης.
Ένα μέρος των επιζώντων διατήρησαν την ιστορική μνήμη και συγκρότησαν διαδικασίες αναπαραγωγής της. Έτσι οι Αρμένιοι ανακήρυξαν την 24η Απριλίου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία που υπέστησαν. Στους Έλληνες πρόσφυγες -οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε ένα ομοεθνές κράτος, που ήταν εχθρικό προς τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης- τα πράγματα ήταν πιο σύνθετα. Αρχικά οι προσφυγικές οργανώσεις είχαν θεσπίσει τη 14η Σεπτεμβρίου -ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης- ως κοινή Ημέρα Μνήμης. Όμως από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι ποντιακές οργανώσεις αυτονομήθηκαν και διεκδίκησαν τη 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας μόνο στην περιοχή του Πόντου. Η επίσημη ανακήρυξη έγινε το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Βουλή των Ελλήνων θέσπισε και άλλη μια Ημέρα Μνήμης. Τη 14η Σεπτεμβρίου για το σύνολο του ελληνικού δράματος στη Μικρά Ασία. Αυτές οι Ημέρες Μνήμης δίνουν την ευκαιρία στους απογόνους των πληθυσμών που βίωσαν τη γενοκτονική πολιτική των Νεοτούρκων και των κεμαλικών να στοχαστούν πάνω στην κοινή τους μοίρα και να αναδείξουν σε παγκόσμιο επίπεδο την πρώτη εφαρμογή της μεθόδου εξαφάνισης των ανεπιθύμητων μειονοτήτων, που στο Διεθνές Δίκαιο θα πάρει τη νομική ονομασία «γενοκτονία»…
Κείμενο Βλάσης Αγτζίδης – Διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας – μαθηματικός / https://kars1918.wordpress.com/